- στέρφος
- (I)-α, -ο, Ν1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείροςβ) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά2. (για γη) άγονος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφατο σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στέριφος (ΙΙ) «στείρος, άγονος» με συγκοπή τού -ι-].————————(II)και στρέφος και τέρφος, -ους και -εος, τὸ, Α1. δορά, δέρμα, ιδίως το σκληρό δέρμα τής ωμοπλάτης τών ζώων2. αγγείο από πηλό, κεράμιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει κατάλ. -ος (πρβλ. δέρ-ος, πέκ-ος). Κατά μία άποψη, η λ. στέρφος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)ter- «είμαι στερεός, σκληρός» τού επιθ. στερεός* (πρβλ. τη φρ. στερεά δέρματα) με επέκταση -*bh-, πρβλ. ρωσ. sterbnutĭ»γίνομαι ξηρός, σκληρός», αρχ. άνω γερμ. sterban «πεθαίνω» (πρβλ. γερμ. sterben «πεθαίνω»), αρχ. ιρλδ. stebann «δέρμα». Ο παρλλ. τ. στρέφος* καθώς και οι τ. στρεφῶ, στρέφωσις είτε είναι προϊόντα υστερογενών αλλαγών είτε προέρχονται από μια διαφορετική μορφή *str-ebh τής αρχικής ρίζας, ενώ απαντά και τ. τέρφος χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. στέγος: τέγος. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το ρ. στρέφω δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.